- ενυπόθηκος
- η , ο [ος , ον ]1) залоговый, ипотечный;
ενυπόθηκος δανειστής — ипотечный кредитор;
ενυπόθηκος οφειλέτης — должник по ипотеке;
2) заложенный; отданный в ипотеку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενυπόθηκος δανειστής — ипотечный кредитор;
ενυπόθηκος οφειλέτης — должник по ипотеке;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενυπόθηκος — η, ο (Μ ἐνυπόθηκος, η, ον) νεοελλ. (για ακίνητο) αυτός που έχει επιβαρυνθεί με υποθήκη, υποθηκευμένος («ενυπόθηκο κτήμα») μσν. 1. (για δανειστή) αυτός που δέχεται υποθήκη («ἐνυπόθηκος [ενν. δανειστής] ὅστις ἔλαβεν ύποθήκην ἤ οἶκον ἤ κτῆμα»,… … Dictionary of Greek
ενυπόθηκος — η, ο επίρρ. α 1. ο επιβαρημένος με υποθήκη, ο υποθηκευμένος: Ενυπόθηκο χωράφι. 2. που εξαφαλίζεται με υποθήκη: Ενυπόθηκο δάνειο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντίχρηση — (γαλλ. antichrèse, ιταλ. anticresi).Σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, α. ήταν η συμφωνία κατά την οποία ο ενυπόθηκος ή ενεχυρούχος δανειστής έπαιρνε αντί των τόκων τους καρπούς του πράγματος· ο θεσμός επέζησε σε διάφορα νεότερα δίκαια (Γαλλία,… … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
υποθηκιμαίος — αία, ον, Α 1. (για ακίνητο περιουσιακό στοιχειό) ο επιβαρημένος με υποθήκη, ενυπόθηκος·2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑποθηκιμαῑον ενέχυρο, εγγύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποθήκη + κατάλ. ιμαῖος (πρβλ. ὑποβολ ιμαῖος)] … Dictionary of Greek